ΧΗΜΕΙΑ Α' ΕΠΑ.Λ. - 1.5 Ταξινόμηση της ύλης - Διαλύματα - Περιεκτικότητες διαλυμάτων - Διαλυτότητα

Άσκηση Συμπλήρωσης Κενών από την Κωνσταντίνα Πάσχου

Συμπληρώστε τα κενά και πατήστε το κουμπί "Έλεγχος" που βρίσκεται στο τέλος.
   Διαλυτότητα      ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΟΥΣΙΕΣ      ΜΙΓΜΑΤΑ      ένα είδος      αέρια      αέριο      ακόρεστα      ανομοιόμορφα      ατμοσφαιρικός αέρας      αυξάνεται      βενζίνη      διαλυμένες ουσίες      διαλυμένης ουσίας      διαλύματος      διαλύτης      δύο τουλάχιστον είδη      ελαττώνεται      ετερογενούς      θερμοκρασία      ιοντικά      κορεσμένα      μάζα      μοριακά      νερό      ομογενές μίγμα      ομογενούς      ομοιόμορφα      οξυγόνο      πίεση      στερεά      στερεό      υγρά      υγρό      υδατικά      φύση      όγκο      10 g      100 κυβικά εκατοστά      100 g      100 mL      20 κυβικά εκατοστά      3 mL      8 g      Fe   
H ύλη μπορεί να ταξινομηθεί σε: 1) (ετερογενή ή ομογενή) και 2) (στοιχεία και χημικές ενώσεις).

Καθαρές ή καθορισμένες ουσίες είναι εκείνες που ανεξάρτητα από τον τρόπο παρασκευής τους έχουν καθορισμένη σύσταση και ιδιότητες. To (H2O), η ζάχαρη (C12H22O11), το οινόπνευμα (C2H5OH), το (O2), ο σίδηρος () είναι καθαρές ουσίες. To νερό για παράδειγμα έχει καθορισμένη σύσταση, δηλαδή αποτελείται από υδρογόνο και οξυγόνο με αναλογία μαζών 1:8.

Τα μίγματα έχουν μεταβλητή σύσταση ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής και την προέλευσή τους. Οι περισσότερες από τις ουσίες που συναντάμε είναι μίγματα, των οποίων η σύσταση ποικίλλει π.χ. το γάλα, το λάδι, το θαλασσινό νερό, ο .

Στοιχείο ή χημικό στοιχείο ονομάζεται η καθαρή ουσία που δε διασπάται σε απλούστερη και αποτελείται από ατόμων (άτομα με τον ίδιο ατομικό αριθμό).

Χημικές ενώσεις είναι καθαρές ουσίες που μπορούν να διασπαστούν σε άλλες απλούστερες και αποτελούνται από ατόμων (άτομα με διαφορετικό ατομικό αριθμό).

Tα ομογενή μίγματα (διαλύματα) είναι μίγματα, έχουν δηλαδή την ίδια σύσταση και τις ίδιες ιδιότητες σε όλη την έκταση τους.
Παράδειγμα μίγματος: θαλασσινό νερό.

Tα ετερογενή μίγματα είναι , δηλαδή δεν έχουν την ίδια σύσταση σ' όλη την έκτασή τους.
Παράδειγμα μίγματος: λάδι με νερό.

Διάλυμα είναι ένα δύο ή περισσοτέρων ουσιών, οι οποίες αποτελούν τα συστατικά του διαλύματος.
Από τα συστατικά αυτά, εκείνο που έχει την ίδια φυσική κατάσταση με αυτή του διαλύματος και βρίσκεται συνήθως σε περίσσεια, ονομάζεται . Τα υπόλοιπα συστατικά του διαλύματος ονομάζονται .

Τα διαλύματα διακρίνονται σε (π.χ. ατμοσφαιρικός αέρας), (π.χ. θαλασσινό νερό) και (π.χ. μεταλλικά νομίσματα). Μπορούν επίσης να ταξινομηθούν σε διαλύματα, των οποίων η διαλυμένη ουσία είναι σε μορφή μορίων, και σε ή ηλεκτρολυτικά, τα οποία περιέχουν τη διαλυμένη ουσία με τη μορφή ιόντων.
Τα πιο συνηθισμένα διαλύματα είναι τα , όπου ο διαλύτης είναι νερό. Σε αυτά η διαλυμένη ουσία μπορεί να είναι , π.χ. διοξείδιο του άνθρακα (CO2) στην coca-cola, ή , π.χ. χλωριούχο νάτριο (NaCl) στο νερό της θάλασσας, ή , π.χ. οινόπνευμα (C2H5OH) στο κρασί.
Ο διαλύτης μπορεί να είναι και οργανική ουσία, όπως η ακετόνη, το βενζόλιο, ο αιθέρας, η , ο τετραχλωράνθρακας.

H περιεκτικότητα εκφράζει την ποσότητα της που περιέχεται σε ορισμένη ποσότητα .

1. Περιεκτικότητα στα εκατό κατά βάρος (% w/w)
Όταν λέμε ότι ένα διάλυμα ζάχαρης (C12H22O11) είναι 8% w/w (ή κ.β.), εννοούμε ότι περιέχονται ζάχαρης στα διαλύματος. Δηλαδή, η % w/w περιεκτικότητα εκφράζει τη (σε g) της σε διαλύματος.

2. Περιεκτικότητα στα εκατό βάρους κατ' όγκον (% w/v)
Οταν λέμε ότι ένα διάλυμα π.χ. χλωριούχου νατρίου (NaCl) είναι 10% w/v (ή κ.ο.), εννοούμε ότι περιέχονται NaCl στα διαλύματος. Δηλαδή, η % w/v περιεκτικότητα εκφράζει τη (σε g) της διαλυμένης ουσίας σε του διαλύματος.

3. Περιεκτικότητα στα εκατό όγκου σε όγκο (% ν/ν)
Χρησιμοποιείται σε ειδικότερες περιπτώσεις:
α. Για να εκφράσει την περιεκτικότητα υγρού σε υγρό. Δηλαδή, η ένδειξη στη μπίρα 3% ν/ν ή 3ο (αλκοολικοί βαθμοί) σημαίνει ότι περιέχονται οινοπνεύματος στα της μπίρας.
β. Για να εκφράσει την περιεκτικότητα ενός αερίου σε αέριο μίγμα. Δηλαδή η έκφραση ότι ο αέρας έχει περιεκτικότητα 20% ν/ν σε οξυγόνο, σημαίνει ότι περιέχονται (cm3) οξυγόνου στα (cm3) αέρα. H % ν/ν περιεκτικότητα εκφράζει τον (σε mL) της διαλυμένης ουσίας σε του διαλύματος.

ορίζεται η μέγιστη ποσότητα μιας ουσίας που μπορεί να διαλυθεί σε ορισμένη ποσότητα διαλύτη, κάτω από ορισμένες συνθήκες (π.χ. θερμοκρασία).

Τα διαλύματα που περιέχουν τη μέγιστη ποσότητα διαλυμένης ουσίας ονομάζονται διαλύματα. Αντίθετα τα διαλύματα που περιέχουν μικρότερη ποσότητα διαλυμένης ουσίας από τη μέγιστη δυνατή ονομάζονται διαλύματα.

H διαλυτότητα μιας ουσίας επηρεάζεται από τους εξής παράγοντες:
α. τη του διαλύτη
Εδώ ισχύει ο γενικός κανόνας «τα όμοια διαλύουν όμοια». Αυτό σημαίνει ότι διαλύτης και διαλυμένη ουσία θα πρέπει να έχουν παραπλήσια χημική δομή (π.χ. μοριακή ή ιοντική σύσταση).
β. τη
Συνήθως η διαλυτότητα των στερεών στο νερό αυξάνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας, ενώ η διαλυτότητα των αερίων στο νερό μειώνεται με την αύξηση της θερμοκρασίας.
γ. την
Γενικά, η διαλυτότητα των αερίων στο νερό με την αύξηση της πίεσης. Γι' αυτό, μόλις ανοίξουμε μία φιάλη με αεριούχο ποτό (η πίεση ελαττώνεται και γίνεται ίση με την ατμοσφαιρική), η διαλυτότητα του CO2 στο νερό και το ποτό αφρίζει.